Πλέοντας προς το Βυζάντιο
top of page

Πλέοντας προς το Βυζάντιο

ENTROPY new Album / Release Sept. 2016 EDA ZARI feat. IBRAHIM MAALOUF ENJA RECORDS Germany - in Greek! Πρόλογος Πλέοντας προς το Βυζάντιο “[...] Γιαυτό έπλευσα τις θάλασσες και ήρθα Στην αγία πόλη του Βυζαντίου.» Πλέοντας προς το Βυζάντιο από τον Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς.


από τον Sokol Çunga Αρχειονόμος, Παλαιογράφος,

Κεντρικά Αρχεία του Κράτους, Τίρανα, Αλβανία.




Στη φαντασία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, το Βυζάντιο συνεχίζει να είναι μία εξωτική, μυστηριώδης και σκοτεινή ιστορική περίοδος κάποιου μακρινού παρελθόντος. Στη δυτική Ευρώπη ο όρος «βυζαντινισμός», ως εννοιολογικό ιδίωμα, κατέστη συνώνυμο της θεοκρατίας, της μηχανορραφίας, της πανουργίας, της παραβατικότητας, της απιστίας, της ανηθικότητας και εντέλει της οπισθοδρομικότητας. Στο στερεότυπο αυτό αντιτίθενται το πλήθος των μνημείων που ορθώνονται παντού όπου εκτεινόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα εμφανή ερείπια ή αυτά που περιμένουν να αποκαλυφθούν, τα γραπτά μνημεία που βρίσκονται στα αρχεία της Ευρώπης, η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία, η εικαστική τέχνη και η, λιγότερη γνωστή, μουσική.

Παρότι η βυζαντινή μουσική έχει επηρεάσει αρκετά την δυτική μουσική, η ίδια συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να είναι terra incognita για την Δύση, τόσο για τους ερευνητές και τους μουσικούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), όσο και για τους ακροατές εν γένει. Οι αιτίες για αυτή την έλλειψη γνώσης είναι σύνθετες. Από την μία ορθώνονται δυσυπέρβλητες οι πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η απόσταση που τέθηκε ανάμεσα των δύο πολιτισμικών πόλων μετά από το σχίσμα των Εκκλησιών (1054), το ζωηρό ενδιαφέρον των δυτικών ερευνητών να εξερευνήσουν μόνον τα σημεία όπου οι δύο πολιτισμοί εφάπτονται, όπως και η εστίαση των ερευνών μόνο στα μουσικά χειρόγραφα των 10ο-13ο αιώνα. Έτσι, η «νεο-βυζαντινή» μουσική, όχι δίχως διάθεση περιφρόνησης, θεωρήθηκε ως αδιαχώριστη από την οθωμανική μουσική. Μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1453), η βυζαντινή μουσική, αποκοπτόμενη από τις βασιλικές αυλές (εν αντιθέσει προς την κλασική μουσική στη Δύση), εξελίχθηκε κυρίως μέσα στο θρησκευτικό περιβάλλον και δεν συνδέθηκε με καμία κρατική δομή. Συνεπώς, η βυζαντινή μουσική ήταν γνωστή μόνον σε όσους περνούσαν το κατώφλι ενός ορθόδοξου ναού για να παρακολουθήσουν κάποια ακολουθία. Από την άλλη, οι κοινότητες που χρησιμοποιούσαν την βυζαντινή μουσική, έως πρόσφατα δεν είχαν προωθήσει διεθνώς την μελέτη της, με συνέπεια την έλλειψη σχετικού ενδιαφέροντος από τη Δύση. Για τους εκτελεστές και μουσικολόγους της βυζαντινής μουσικής δεν ήταν εύκολο να δημιουργήσουν ένα εποικοδομητικό διάλογο με το δυτικό κοινό και ερευνητή, τόσο για εσωτερικούς λόγους των συνεχιστών ή μελετητών της μουσικής αυτής παράδοσης (πρακτικούς ή λόγω υπερηφάνειας των αυτοπροσδιοριζόμενων ως θεματοφυλάκων μιας μακραίωνης παράδοσης), όσο και για λόγους κάποιας διαμάχης Ανατολής-Δύσης στα όρια του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, τρεφόμενη από τους δυτικούς ερευνητές.

Εντωμεταξύ, ο δυτικός πολιτισμός δεν έμεινε ανεπηρέαστος από παλαιότερα μουσικά πρότυπα. Το ενδιαφέρον δυτικών στοχαστών του 19ου-20ού αιώνα (Φρίντριχ Νίτσε, Χέρμαν Χέσε, κ.τ.λ.) για τον πολιτισμό της Άπω Ανατολής, επέδρασε και στις μεταπολεμικές γενεές. Αναζητώντας νέους δρόμους προς την ευτυχία και τον πνευματικό φωτισμό και αδιαφορώντας για τον Χριστιανισμό, ένα μέρος του δυτικού πολιτισμού κατέφυγε στον πολιτισμό και πνευματισμό της ανατολικής Ασίας. Η φιλοσοφία, η λογοτεχνία και ο πνευματισμός του Ζεν και του Βουδισμού έγιναν τρόπος ζωής για πολλούς δυτικούς και αποτέλεσαν, ταυτόχρονα, κύριο θέμα πολλών πολιτισμικο-κοινωνικών κινημάτων, όπως της Beat Generation και των Hippie. Αν και αρχικώς υπήρξε δάνειο χρησιμοποιούμενο σε πνευματιστικές τελετουργίες, η βουδιστική μουσική βρήκε εντέλει περιθώρια διάδοσης στην σύγχρονη μουσική, εξελισσόμενη μέσα σε μουσικά είδη, όπως το Rock’N’Roll, η Pop και, ειδικά, η New-Age. Επιπρόσθετα, η μουσική αυτή ήταν παρούσα και στο λαϊκό κινηματογράφο της Αμερικής, χάρη στην εμπορική επιτυχία του οποίου κατέστρη γνωστή στο ευρύ κοινό του 20ού και 21ου αιώνα. Η εκτίμηση του δυτικού πολιτισμού για το εξωτικό και το αρχαίο δεν εκδηλώθηκε μόνον με τη διάδοση της μουσικής της ασιατικής Ανατολής. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μεταξύ άλλων, ανακλήθηκε από το παρελθόν και η γρηγοριανή μουσική. Εκτός από τη χρήση της στην λατρεία ή την προώθησή της

από χορωδίες σύγχρονων μοναχών, η γρηγοριανή μουσική κατέστη αναζητήσιμη και σε πεδία διαμετρικά αντίθετα με την πρώτη της αποστολή, αφού δάνεισε μέλος και αρμονία σε μουσικά είδη όπως το Rock’N’Roll, η Pop, η Techno, η New-Age, η Power/Thrash Metal, η Black Metal, κλπ. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διάδοσης ήταν το ενδιαφέρον του κοινού για την γρηγοριανή μουσική να καταστεί θέμα επιλογής και όχι πληροφόρησης.

Στο χώρο της σημερινής Αλβανίας η βυζαντινή μουσική εξαπλώθηκε μαζί με τον Χριστιανισμό. Η εξέλιξή της ήταν φυσική, όπως σε όλες τις άλλες περιοχές που βρίσκονταν υπό την διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ανατολικής Εκκλησίας. Η μόνη – και βίαιη – διακοπή της παράδοσης συνέβη μεταξύ των ετών 1967-1991, όταν απαγορεύτηκε διά νόμου κάθε θρησκευτική δραστηριότητα στο έδαφος της σοσιαλιστικής δημοκρατίας της Αλβανίας. Το τραύμα ήταν μεγάλο, αλλά η παράδοση δεν χάθηκε. Σήμερα, η έρευνα στην παράδοση της βυζαντινής μουσικής στην Αλβανία μοιάζει με την αφαίρεση επιστρώσεων ασβεστοκονιάματος πριν να αποκαλυφθεί η τοιχογραφία που επί μακρόν κρυβόταν από τα μάτια των ανθρώπων.

Η βυζαντινή μουσική ως πολιτισμική έκφανση του Βυζαντίου

Η κρατική, πολιτική, στρατιωτική, οικονομική και πολιτισμική υπόσταση, που σήμερα αποκαλείται ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», γνωριζόταν από τους υπηκόους της ως Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία). Θεμελιώθηκε το 324 μ.Χ. με διοικητικό κέντρο την πρωτεύουσα που ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και επικλήθηκε κατά το όνομα του ιδίου: Κωνσταντινούπολη.

Τα τεκμήρια μαρτυρούν ότι στο Βυζάντιο ήταν ευρύτατα καλλιεργημένη η κοσμική μουσική, η οποία ήταν φωνητική και ενόργανη. Δυστυχώς, η παράδοση αυτής της μουσικής δεν έφτασε στις μέρες μας και οι πληροφορίες για αυτή είναι ελάχιστες και αποσπασματικές. Αυτή που επιβίωσε είναι η εκκλησιαστική μουσική. Η βυζαντινή μουσική είναι φωνητική, μονοφωνική, λειτουργική μουσική. Έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στην λατρεία από την Ανατολική Εκκλησία, αλλά, αντίθετα προς την ίδια την Αυτοκρατορία, η βυζαντινή μουσική δεν έπαψε να υπάρχει μετά το 1453. Η καταγωγή αυτής της μουσικής είναι πολύπλοκη. Οι παλαιότερες ρίζες της βρίσκονται στη λατρευτική μουσική των Ιουδαίων, στην μουσική και ποίηση της κλασικής Ελλάδας, αλλά και στην μουσική των Σύρων.

Πριν από την εδραίωση της Κωνσταντινούπολης, ωρίμασε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Εφέσου. Τα παλαιότερα χειρόγραφα που περιέχουν εκφωνητική σημειογραφία απαντώνται τον 9ο αιώνα μ.Χ., ενώ τα κατεξοχήν μουσικά χειρόγραφα, τα οποία περιέχουν μουσικά νεύματα, χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα. Στην παλαιοχριστιανική εκκλησία συνηθιζόταν να ψάλλουν εν χορώ όλοι οι πιστοί που συμμετείχαν στην λατρεία. Τον 4ο αιώνα, επειδή ήταν πολύ δύσκολη η απομνημόνευση των μελών που ψάλλονταν από όλους τους πιστούς, αλλά και για αισθητικούς λόγους, η ψαλτική ανετέθη σε ομάδα ταλαντούχων πιστών, εκπαιδευμένων στην ψαλτική τέχνη, τους ψάλτες. Η ευθύνη τους ήταν να ψάλλουν κατά την διάρκεια της λατρείας στην εκκλησία, με προσοχή και ταπεινότητα. Κατά παράδοση, ο ψάλτης ή ο χορός (η χορωδία) των ψαλτών αποτελείτο από άνδρες, επειδή οι ψάλτες ανήκαν στις τάξεις του κατώτερου κλήρου και οι γυναίκες δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στην ιεροσύνη. Παρόλα αυτά, ο κανόνας σήμερα δεν είναι απόλυτος. Οι γυναίκες ή τα παιδιά μπορούν να ψάλλουν ως σολίστες ή σε χορωδία στην διάρκεια ή εκτός της λατρείας, ανεξαρτήτως αν έχουν λάβει ιδιαίτερη ευχή.

Σύμφωνα με την θεολογία και τον μυστικισμό της ορθόδοξης Εκκλησίας, η βυζαντινή μουσική μεταδόθηκε από τους αγγέλους στους ανθρώπους, στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, όταν οι πιστοί προσεύχονταν και έψαλλαν σε συνοδεία με τους χορούς των αγγέλων. Αυτή η πεποίθηση που επικράτησε μέχρι την πτώση του Βυζαντίου, άφησε τρία χνάρια στη βυζαντινή μουσική: α ́. Εδραίωσε μια συντηρητική στάση προς την εξέλιξη των μουσικών συνθέσεων· β ́. επικύρωσε μελωδικές παραδόσεις και ένα μέρος των ύμνων· γ ́. ενέπνευσε, για κάποιο χρονικό διάστημα, την ανωνυμία του μουσικοσυνθέτη / συγγραφέα. Με την πτώση του Βυζαντίου και την ενδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία, στην Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια επικράτησε στις ίδιες περιοχές που κάποτε ανήκαν στο Βυζάντιο, η βυζαντινή μουσική φυλάχτηκε και εξελίχθηκε στις πολυεθνικές κοινότητες των ορθοδόξων χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Μετά την ίδρυση των εθνικών κρατών τον 19ο και 20ό αιώνα οι χριστιανοί υπήκοοί τους συντήρησαν την βυζαντινή μουσική στην λατρεία τους. Έτσι, σήμερα η μουσική αποτελεί ένα από τα πιο ξεχωριστά στοιχεία της ορθόδοξης λατρείας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην σημερινή Αλβανία βρίσκονταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, από την οποία κληρονόμησε και την λειτουργική παράδοση.


Η γλώσσα των ακολουθιών ήταν η ελληνική, έως την περίοδο του σχηματισμού της εθνικής ταυτότητας των Αλβανών. Μετέπειτα, αφού κηρύχτηκε αυτοκέφαλη από το Πατριαρχείο, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας συνέχισε να φυλάσσει την κωνσταντινουπολίτικη λειτουργική παράδοση και τη βυζαντινή μουσική στην λατρεία, αλλά άλλαξε την γλώσσα των ακολουθιών από τα ελληνικά στα αλβανικά. Το 1908 ο αλβανός κληρικός Θεοφάνης Σ. Νόλης μετέφρασε και εξέδωσε, αρχικά για τους αλβανούς ορθοδόξους της Βοστόνης, στη Μασαχουσέτη, Η.Π.Α, την πρώτη έκδοση ακολουθιών στα αλβανικά.

Μετά την απαγόρευση κάθε θρησκευτικής δραστηριότητας το 1967, η Αυτοκέφαλος Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ανηγέρθη και ξεκίνησε την δράση της το 1991, ανασταίνοντας, ταυτόχρονα, και την χρήση της βυζαντινής μουσικής. Σήμερα στην Αλβανία υπάρχουν κάμποσες βυζαντινές χορωδίες, που λειτουργούν σε διαφορετικές πόλεις της χώρας. Το 2013 στα Τίρανα άνοιξε η Σχολή της Βυζαντινής Μουσικής «Ιωάννης ο Κουκουζέλης», υπό την αιγίδα της οποίας λειτουργεί και η ομώνυμη χορωδία, η οποία λαμβάνει μέρος σε αυτό το άλμπουμ.

40 views
bottom of page